- εὐθενιακός
- εὐθενιᾰκός, ή, όν,A for food-supply,
εἴδη -κά
provisions, Stud. Pal.20.84.3
(iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἴδη -κά
provisions, Stud. Pal.20.84.3
(iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθενιακός — εὐθενιακός, ή, όν (Α) [ευθενία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προμήθεια τροφίμων («εἴδη εὐθενιακά») … Dictionary of Greek